- ξέπλεγος
- ξέπλεκος, η , ο расплетённый (тж. о косе); распущенный (о волосах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέπλεγος — η, ο βλ. ξέπλεκος … Dictionary of Greek
ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] … Dictionary of Greek
ξέπλεκος, -η, -ο — και ξέπλεγος, η, ο όχι πλεγμένος, ο ξεπλεγμένος: Με ξέπλεγαστις αύρες τα μαλλιά της πετά η τρελή χαρά (Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)